ἔριον J.AJ4.4.6
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φοινικτός — ή, όν, Α [φοινίσσω] βαμμένος με πορφυρό χρώμα … Dictionary of Greek
φοινικτόν — φοινικτός dyed purple masc acc sg φοινικτός dyed purple neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)